απομεριμνώ

απομεριμνώ
ἀπομεριμνῶ (-άω) (Α)
παύω να ενδιαφέρομαι για κάτι, αδιαφορώ
μσν.
1. απαλλάσσομαι από τις μέριμνες
2. απαλλάσσομαι από τη βιοτική μέριμνα, ησυχάζω, πεθαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”